ακαλαισθησία

ακαλαισθησία
η безвкусица

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ακαλαισθησία" в других словарях:

  • ακαλαισθησία — η κακογουστιά: Πάντα τη διέκρινε ακαλαισθησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακαλαισθησία — η [ακαλαίσθητος] η έλλειψη καλαισθησίας, καλού γούστου …   Dictionary of Greek

  • ακαλαίσθητος — η, ο 1. όποιος δεν έχει καλαισθησία, δεν έχει την ικανότητα να ξεχωρίζει, να απολαμβάνει το πραγματικά ωραίο «ακαλαίσθητος άνθρωπος» 2. όποιος έχει κατασκευαστεί χωρίς καλαισθησία, ο άκομψος, ο κακότεχνος «ακαλαίσθητο σπίτι». [ΕΤΥΜΟΛ. < α… …   Dictionary of Greek

  • ξηροκακοζηλία — ξηροκακοζηλία, ἡ (Α) ξηρότητα, μονοτονία και ακαλαισθησία τού ύφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + κακοζηλία «επιτήδευση»] …   Dictionary of Greek

  • Ροζέττη — Γράφεται και Ρωζέττη. (Στα αραβικά Ρασίντ). Λέγεται και Ραχήτι (ov). Αιγυπτιακή πόλη χτισμένη στα παράλια της Μεσογείου, στην αριστερή όχθη του πιο δυτικού στομίου του Νείλου. Το 1799 ανακαλύφθηκε εκεί η περίφημη Στήλη της Ρ. Στην εκστρατεία του… …   Dictionary of Greek

  • αμουσία — η απαιδευσία, ακαλαισθησία: Ήταν σ όλους γνωστός για την αμουσία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αφιλόκαλος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν του αρέσει το ωραίο: Από το ντύσιμό της φαινόταν πως ήταν γυναίκα αφιλόκαλη. Ουσ. αφιλοκαλία, η ακαλαισθησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κακογουστιά — η η έλλειψη καλού γούστου, η ακαλαισθησία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»